ορθογραφώ

ορθογραφώ
(Α ὀρθογραφῶ, -έω)
γράφω ορθά, τηρώντας τους γραμματικούς και τους φθογγολογικούς κανόνες
αρχ.
καταρτίζω σχέδιο ύψους οικοδομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. ταχυ-γραφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορθογραφώ — ορθογράφησα, ορθογραφήθηκα, ορθογραφημένος, γράφω χωρίς ορθογραφικά λάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθογραφῶ — ὀρθογραφέω make an elevation pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρθογραφέω make an elevation pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφία — Η σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, γραφή των λέξεων. Διακρίνεται σε φωνητική και ιστορική ο. Η πρώτη έχει σχέση με την όσο το δυνατό ακριβέστερη απόδοση της σημερινής προφοράς των λέξεων και των τύπων κάποιας γλώσσας ή της προφοράς της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”